- εικοσιτετράωρο(ν)
- το сутки;
ολόκληρο εικοσιτετράωρο(ν) — круглые сутки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ολόκληρο εικοσιτετράωρο(ν) — круглые сутки
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Μπαλζάκ, Ονορέ ντε- — (Honore de Balzac, Τουρ 1799 – Παρίσι 1850). Γάλλος μυθιστοριογράφος. Ένα τεράστιο σώμα, ένα κεφάλι μεγάλο, πόδια πολύ μικρά, χέρια πολύ κοντά: αυτός ο γιγάντιος και άμορφος άνθρωπος έγραψε, μέσα σε είκοσι χρόνια, κάπου ενενήντα μυθιστορήματα,… … Dictionary of Greek
βραδιαζωξημερώνομαι — και βραδιοξημερώνομαι περνάω τη μέρα και τη νύχτα, παραμένω κάπου όλο το εικοσιτετράωρο … Dictionary of Greek
εικοσιτετράωρος — η, ο 1. αυτός που διαρκεί εικοσιτέσσερεις ώρες («εικοσιτετράωρη απεργία») 2. το ουδ. ως ουσ. το εικοσιτετράωρο χρονικό διάστημα εικοσιτεσσάρων ωρών, ένα ημερονύκτιο … Dictionary of Greek
ημέρα — Χρονική μονάδα που αντιστοιχεί στη διάρκεια μιας πλήρους περιστροφής της Γης γύρω από τον άξονά της. Για τον προσδιορισμό της χρησιμοποιούνται διάφορα φαινόμενα, που κάνουν αντιληπτή την περιστροφική κίνηση της Γης. Ένα από τα φαινόμενα αυτά… … Dictionary of Greek
ημερονύκτιο — και ημερόνυκτο και μερόνυχτο και μερονύχτι, το (AM ἡμερονύκτιον, Μ και μερονύκτιον και μερονύκτιν και μερονύκτι και ημερόνυκτον) το χρονικό διάστημα μιας μέρας και μιας νύχτας, το εικοσιτετράωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένο ουδ. τού επιθέτου… … Dictionary of Greek
ιππονομή — η στρ. 1. η ανά εικοσιτετράωρο μερίδα τροφής που παρέχεται στα κτήνη τού στρατού 2. το σύνολο τών τροφών που αγοράζονται για τους ίππους τού στρατού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἱππ(ο) * + νομή (< νέμω)] … Dictionary of Greek
λουτροπαροχή — η ο αριθμός τών λουτρών τα οποία μπορεί να παράσχει το νερό μιας μεταλλικής πηγής επί ένα εικοσιτετράωρο … Dictionary of Greek
νεφρό — Όργανο που παράγει τα ούρα, με τα οποία αποβάλλεται το περισσευούμενο νερό, τα άλατα και τα άχρηστα προϊόντα του μεταβολισμού· εκτός από τη λειτουργία αυτή απέκκρισης το ν. παράγει ουσίες που συμβάλλουν στη ρύθμιση της αρτηριακής πίεσης και στην… … Dictionary of Greek
ολιγουρία — η η ελάττωση τής ποσότητας τών ούρων που εκκρίνεται σε ένα εικοσιτετράωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. oliguria < ὀλιγ(ο) (βλ. λ. λιγο ) + ουρία (< ουρώ)] … Dictionary of Greek
πολυουρία — η ιατρ. αύξηση τού όγκου τών ούρων, άνω τών 2,5 λίτρων, που αποβάλλονται από τον οργανισμό ανά εικοσιτετράωρο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. polyuria < πολυ * + οὖρον] … Dictionary of Greek
ζωοοικολογία — Συνοπτική ονομασία των γενικών αρχών που κυβερνούν το περιβάλλον και ειδικότερα των σχέσεων μεταξύ των οργανισμών, με ιδιαίτερη έμφαση στο ζωικό βασίλειο. Άλλωστε, τα ζώα αντιπροσωπεύονται από περισσότερα από ένα εκατομμύριο είδη, ενώ τα φυτά… … Dictionary of Greek